Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Για τον Μάκη...23.11.2003


Είναι περίεργο πώς καμιά φορά τα όνειρα μπερδεύονται με την πραγματικότητα. Κάπου μέσα στα όνειρα μου ζεις κι αναπνέεις κι εσύ. Έφυγες εδώ και καιρό κι όμως με πείσμα παραμένεις γαντζωμένος στις γωνιές του μυαλού μου. Τέτοιες μέρες πάντα σε θυμάμαι. Σαν να μην έφυγες ποτέ, κάθομαι και συζητάω μαζί σου. Ανάβω τσιγάρο. Ο καπνός αρχίζει να παίρνει περίεργα σχήματα. Ξεπηδά η μορφή σου από το μυαλό μου και θρονιάζεται μέσα στην ματιά μου. Μα είσαι εδώ! Πώς είναι δυνατόν; Όχι, δεν γίνεται. Έχεις φύγει εδώ και 9 χρόνια...

Ψάχνω σαν τρελή τα συρτάρια και την βρίσκω εκεί που την είχα αφήσει. Μια φωτογραφία σου. Το χαμόγελο σου φωτίζει ολάκερο το χαρτί. Γαλήνια η μορφή σου, ενώ ήξερες... Αρχίζω να βυθίζομαι στις σκέψεις. Αρχίζω να σε θυμάμαι. Στην αρχή θολές εικόνες, ύστερα από λίγο, καθαρίζουν και αναζωπυρώνουν τη φωτιά του παρελθόντος. Την φωτιά απ'την οποία κανείς δεν γλυτώνει...

Στιβαγμένες αναμνήσεις μας, έρχονται και κατακλύζουν τα δευτερόλεπτα που σε σκέφτομαι. Και είναι άλλωτε, γλυκά τα δευτερόλεπτα, άλλωτε πάλι, βασανιστικά, κυλούν αργά και σκίζουν θαρρείς την καρδιά μου στα δύο. Μου αφήνουν ένα κομμάτι και το άλλο το παίρνουν μακρυά μου. Εκεί νιώθω την απουσία σου να με κυκλώνει. Η αλήθεια με πλησιάζει απειλητικά και μου δίνει ένα χαστούκι.. Συνέρχομαι. Έχεις φύγει.Κάπου ανάμεσα στ'αστέρια θα κρύβεσαι. Και το φως του ήλιου θα λούζει πάντα το χλωμό σου πρόσωπο. Βάζω πάλι τη φωτογραφία σου στο συρτάρι. Κλειδώνω την μορφή σου στο μυαλό μου. Εκεί δεν θα σε βρεί ο χρόνος για να σε κλέψει. Τι κι αν δεν υπάρχεις πια; Ζεις μέσα στην καρδιά μου. Και θα ζεις όσο ζω κι εγώ...

Έχουν περάσει 9 χρόνια από τότε που η ψυχούλα σου έβγαλε φτερά και πέταξε στο πλάι του Θεού....

"Μόνο όταν φύγει κάποιος συνειδητοποιείς πόσο σημαντικός είναι.
Όσο έχω μυαλό θα σε σκέφτομαι κι όσο έχω καρδιά θα σ'έχω μέσα μου"

22.09.1986 - 23.11.2003


Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Άγνωστες μνήμες...




Είναι περίεργο πώς μια ταινία μπορεί να σου ξυπνήσει μνήμες άγνωστες, μνήμες που δεν έζησες, για ένα τόπο μακρινό. Είναι ακόμη παράξενο, πώς μπορεί να σου θυμίσει αναμνήσεις που δεν είχες ποτέ, από ένα τόπο που δεν πήγες ποτέ...
Κάτι τέτοιο μου έκανε κι εμένα εχθές η ταινία "Πολίτικη κουζίνα"...
Την είχα δει όταν ήμουν ακόμα παιδί, όμως τώρα, την δεύτερη φορά που έτυχε να την παρακολουθήσω, κάτι άλλο μου άφησε στην καρδιά... Μια γλυκόπικρη ανάμνηση για ένα τόπο που δεν έχω επισκευτεί ποτέ μου, για τον τόπο απ'όπου καταγόταν ο παππούς μου...
Ο παππούς μου ο Νίκος το λοιπόν, είχε καταγωγή από την Πόλη. Γνωρίζοντας αυτό, ένιωθα περήφανη που είχα ρίζες από το κέντρο του κόσμου... Τον παππού μου τον έχασα όταν ήμουν μικρή και δεν νοιαζόμουν από που κρατά η σκούφια μου... Τώρα που μεγάλωσα, δεν τον έχω κοντά μου για να τον ρωτήσω για την πατρίδα μας...
Κι όμως... Βλέποντας εχθές την ταινία, ήταν σαν να ζούσα κι εγώ εκεί. Σαν να έβλεπα το σπίτι του παππού. Περπατούσα κι εγώ στους δρόμους της Πόλης και μύριζα τις μυρωδιές που είχε να προσφέρει. Έβλεπα τους ανθρώπους και τους ένιωθα δικούς μου. Γέμιζε το μάτι και η ψυχή χρώματα κι αρώματα...
Μέσα στην ταινία αναφέρει του "κουσούρια" των Κωνσταντινουπολιτών... Το ένα από αυτά ήταν ο προσανατολισμός. Σαν να είχαν μια πυξίδα μέσα τους, που έδειχνε πάντα προς τον βορρά και γυρνούσαν προς τα εκεί για να βρουν τον δρόμο τους, ένα κουσούρι που έχω κι εγώ...Άγνωστο πως....
Ακόμη, οι Κωνσταντινουπολίτες είχαν μια ολόκληρη τελετουργία για το φαγητό. Κάθε ένας σχεδόν προσέθετε και κάτι ακόμη σε μια συνταγή και την έκανε δική του. Και ποτέ μα ποτέ δεν έλεγε το μυστικό του... Απολάμβαναν το φαγητό με όλες τους τις αισθήσεις και το χρησιμοποιούσαν για να φέρνουν κοντά όσους αγαπούν και να τους ευχαριστούν...Παρόλα αυτά όμως πάντα έιχαν την αίσθηση πώς κάτι λείπει από το τραπέζι τους... Αυτό το αίσθημα του ανολοκλήρωτου έχω κι εγώ... Και πάντα βάζω κάτι ακόμη σε μια συνταγή, όταν πιάσω να μαγειρέψω. Κι ας μην είναι πολίτικο το πιάτο που θα κάνω...
Δυο πράγματα ίσως ακόμα έχουν περάσει μέσα στο DNA μου από τον παππού και από την Πόλη. Ο φόβος για την όποια "στολή" και το άγχος που σε πιάνει όταν χτυπήσει το τηλέφωνο ή η πόρτα... Ότι κάτι κακό συνέβη και περιμένεις να ακούσεις το χειρότερο νέο... Αλλά κάτι τέτοιο ήταν δυστυχώς καθημερινότητα για τους Πολίτες...
Είναι δύσκολο να περιγράψεις μια μνήμη, μια ανάμνηση για ένα τόπο, όταν ο ίδιος ξέρεις τόσα λίγα. Κι όμως... Είναι σα να κυλάει στις φλέβες σου αυτή η θύμιση... Είναι μέρος του εαυτού σου, κομμάτι από το παρελθόν σου που συνεχίζει να υπάρχει στο παρόν σου και ίσως και στο μέλλον σου. Αυτό το αίσθημα μπορεί να το νιώσει και να το καταλάβει όποιος "ξεριζώθηκε" από την Πατρίδα του, από τον τόπο που ήταν φυσικό να ζήσει, και να έρθει σαν "ξένος" στην Ελλάδα...Σμυρνιοί, ΑΪβαλιώτες, Κωνσταντινουπολίτες, Πόντιοι... Κάθε φάρα που με βία την έσπρωξαν στον δύσκολο δρόμο της ξενιτιάς, κάθε άνθρωπο που τον ανάγκασαν να αφήσει την ζωή του όπως την ήξερε και να πάει στο άγνωστο με άγνωστες προοπτικές. Βαριά λέξη η ξενιτιά... Κουβαλάει πόνο, δάκρυα, κακουχίες και βασανιστήρια, μα περισσότερο κουβαλάει ένα μεγάλο γιατί. Κι ένα κενό που δημιουργείται στην καρδιά για τις Πατρίδες... Για τις αλησμόνητες...
Είναι στο αίμα μας, να ψάχνουμε τις ρίζες μας. Γιατί κάτι μας τραβάει προς τα εκεί. Μια αόρατη πυξίδα που μας στρέφει προς την Πατρίδα μας....

http://www.youtube.com/playlist?list=PL3B117D0DC9440EEF

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Σημάδια ψυχής...


Έχει ήδη σουρουπώσει. Το πρώτο χάδι της νύχτας έπεσε πάνω μου σα βαρύ μολύβι. Βρέχει πάλι έξω στον στενό δρόμο της συνοικίας και το μόνο που ακούγεται είναι οι στάλες της βροχής. Σαν να άδειασε ο κόσμος σήμερα από τους θορύβους της πόλης. Τα πάντα κουβαλούν μια ηρεμία και το μόνο που την διακόπτει είναι το κλάμα του ουρανού.
Μέσα στο μικρό μου δωμάτιο οι ήχοι μιας παλιάς ροκ μπαλάντας συνοδεύουν το ξέσπασμα του καιρού. Ένα κερί καίει σε μια γωνιά και απλώνει την λιγοστή του λάμψη πάνω στο σώμα μου που κοιτά τον καθρέφτη.  Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε που κοίταξα για τελευταία φορά ανέμελα την φιγούρα που σχηματιζόταν μέσα στο  γυαλί του. Σ'αυτό το ορθογώνιο αντικείμενο που για ένα περίεργο λόγο επιμένει να με κοιτά και να μου λέει πάντα την αλήθεια.
"Ένας χρόνος" ψιθύρισα και το χέρι μου περιπλανήθηκε πάνω στις τρείς ουλές μου που πλέον αναπαύονται στο στήθος μου. " Τι χρόνος κι αυτός" άκουσα να μου αποκρίνεται το είδωλό μου. Σήκωσα τα μάτια. Μέσα στο γυαλί στέκοταν ο εαυτός μου όπως τον θυμόμουν. Μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια γαλήνια, ψυχή ανέμελη... Τι χρόνος, αλήθεια. Χρόνος δύσκολος αλλά και λυτρωτικός. Χρόνος που πέρασε και μου έδωσε με καλοσύνη μια δεύτερη ευκαιρία.  Που μ'έκανε να συνειδητοποίησω πώς τα όρια του ανθρώπου μπορούν να ξεπεραστούν. Πως η δύναμη που κρύβει μέσα του κάποιος, είναι πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερη από αυτό που νομίζει. Πως η θέληση για ζωή και η δίψα για το αύριο δεν σβήνει εύκολα...
Η μορφή μου είναι πλέον τόσο διαφορετική. Πιάνω το κεφάλι μου. Τα μαλλιά μου, έχει λίγο καιρό που βγήκαν, το σώμα μου αδυνατισμένο, το βλέμμα μου βαρύ, η καρδιά μου σκοτεινή. Νοητά περνάνε από το μυαλό μου όλες οι δύσκολες ημέρες του τελευταίου χρόνου. Ο Γολγοθάς που έπρεπε να ανέβω. Κάποιες φορές ένιωθα τόσο εύθραυστη, τόσο ελαφριά, σχεδόν άϋλη μέσα στον κόσμο. Οι νύχτες που με βρήκαν κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου, να κλαίω από φόβο μήπως και τελικά δεν τα καταφέρω. Οι άνθρωποι που έχασα. Που ενώ τους άπλωνα το χέρι να με κρατήσουν για να μη πέσω στο γκρεμό, εκείνοι τράβηξαν με δύναμη τα δάχτυλα τους μέσα από την παλάμη μου και άρχισαν να τρέχουν μακριά, αγνοόντας τις ικεσίες μου. Οι στιγμές που λύγιζαν τα πόδια μου, κάτω από το βάρος της δοκιμασίας που έτυχε να πέσει στους ώμους μου. Όλα εκείνα τα πρωινά που δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου. Όλες οι νύχτες που με έβρισκαν ξάγρυπνη να εύχομαι όλα αυτά που βίωνα να ήταν ένα άσχημο όνειρο, που θα ξυπνούσα το πρωί και θα είχε φύγει μακριά. Καθε μέρα ήταν και μια μάχη που έπρεπε να κερδίσω για να επιβιώσω. Να σφίξω τα δόντια με πείσμα και να μην αφήσω την ασθένεια μου να με πάρει από όλα όσα αγαπώ, να μου στερήσει το μέλλον που με τόση λαχτάρα περίμενα. Να κάνω όλα αυτά που δεν είχα κάνει ακόμα. Και μέσα σε αυτή την μάχη ένα πράγμα μου έδινε κουράγιο. Η αγάπη. Όλη η αγάπη που με γεναιοδωρία με γέμιζαν κάποιοι άνθρωποι. Που έμειναν κοντά μου δείχνοντας υπομονή απέναντι στον δύσκολο χαρακτήρα μου. Που έγιναν ο κυματοθραύστης των συναισθημάτων μου κι άφηναν να ξεσπάω επάνω τους μόνο και μόνο για να με απαλλάξουν από το φριχτό μου φορτίο.
Το φως άρχισε να λιγοστεύει, αλλά για ένα περίεργο λόγο έβλεπα πιο καθαρά. Σαν ένα φως εσωτερικό που άρχισε να απλώνεται στο μικρό μου δωμάτιο. Τα είχα καταφέρει. Είχα κερδίσει την πιο δύσκολη μάχη. Εκείνο τον χειμώνα κέρδισα την μάχη για την ζωή μου. Είχα κάποιες απώλειες, που ενώ τότε φάνταζαν σημαντικές, τώρα πια είναι απλά φαντάσματα που ανήκουν στο παρελθόν. Το είδωλο του καθρέφτη ενώθηκε με το δικό μου και έγιναν ένα. Στο κρύο γυαλί τώρα έβλεπα τον εαυτό μου όπως είμαι τώρα. Με κοντά μαλλιά, ταλαιπωρημένη, αλλά νικήτρια. Μέσα στα μάτια μου δεν υπήρχε σκοτάδι, αλλά ένα φως ανεξήγητο, που κάποιοι το βαφτίζουν ελπίδα.
Ακόμα ένα βράδυ περνά. Άλλη μια μέρα που ήσουν εδώ, σ'αυτό τον κόσμο, να υπάρχεις, να ελπίζεις, να ζεις, να μάχεσαι για τις ώρες σου, για τις μέρες σου. Να μάχεσαι... "Μάχη είναι η ζωή, που την δίνεις κάθε μέρα και πρέπει να την κερδίζεις. Το οφείλεις στην ψυχή σου" αποκρίθηκε το είδωλο, "Σ'αυτή την μάχη, μόνη σου στέκεσαι και πολεμάς. Σ'αυτή την μάχη εσύ είσαι ο στρατιώτης, το όπλο, ο στρατηγός... Εσύ και κανένας άλλος. Αν εσύ σηκώσεις λευκή σημαία, τότε κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κερδίσει αυτό τον πόλεμο για σένα. "
"Και τι γίνεται με το αύριο;" ρώτησα. "Πότε ήξερες τι γίνεται με το αύριο; Ζεις και πολεμάς για την κάθε μέρα, την κάθε ώρα, το κάθε λεπτό.  Ο πόλεμος είναι διαρκής και ασταμάτητος. Και αυτό τον πόλεμο τον κερδίζει κανείς, όταν έχει δύναμη, όχι σωματική, αλλά δύναμη ψυχής. Κι αν ποτέ νιώσεις πως λυγίζεις, κοίταξε τις ουλές που κουβαλάς. Για άλλους μπορεί να είναι σημάδια πάνω στο σώμα σου, αλλά για σένα θα είναι πάντα κάτι παραπάνω. Αυτά είναι τα  μετάλλια σου από τον πόλεμο που κέρδισες. Μετάλλια ανδρείας και θάρρους. Μετάλλια επιβίωσης. Σημάδια μιας ψυχής που πολέμησε..."
Το τραγούδι είχε απο ώρα τελειώσει. Η βροχή συνέχιζε να μαστιγώνει τους δρόμους. Το κερί έσβησε. Σκοτάδι απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο. Κατάπιε τα έπιπλα, τους τοίχους, τα βιβλία, τις παλιές φωτογραφίες. Έκρυψε τα φαντάσματα του παρελθόντος κάτω από τον μαύρο του μανδύα. Έκρυψε τον πόνο, την θλίψη, την αγωνία. Κάλυψε κάθε γωνιά του χώρου, εκτός από ένα σημείο. Δεν μπόρεσε να καλύψει την καρδιά μου... Εκεί υπάρχει πια μόνο φως...